«Ο Αννίβας διασχίζει τις Άλπεις» – John Prevas

DSCF9015 Filtro

Όλοι λίγο πολύ μέσα στα ράφια μας έχουμε κάποιο βιβλίο με το οποίο έχουμε  ένα συναισθηματικό δέσιμο μεγαλύτερο απ’ τα υπόλοιπα. Ένα τέτοιο δέσιμο διότι κουβαλάει μια δική του προσωπική ιστορία, καθώς είναι εκείνο που μας παρακίνησε να κάνουμε κάτι, ή να σκεφτούμε κάτι. Τέτοια είναι η περίπτωση αυτού του βιβλίου, η αγορά του χάνετε πίσω στο χρόνο, αν δεν με απατά η μνήμη μου πρέπει να αγοράστηκε μεταξύ 2007 ή 2008.

Θυμάμαι σαν εχθές την ημέρα και την περίσταση που αγοράστηκε το εν λόγο βιβλίο, στο μεγάλο βιβλιοπωλείο στην Ακαδημίας στο κέντρο της Αθήνας. Επίσκεψη σ’ αυτό το βιβλιοπωλείο γινόταν πάντα τα Σαββ/κα με τον πατέρα μου, και 3/5 φορές βγαίναμε με γεμάτα χέρια από μέσα. Ο πατέρας μου, είχε πάει για να κοιτάξει ένα φωτογραφικό άλμπουμ του Γάλλου φωτογράφου Frédéric Boissonnas, ο οποίος στα τέλη του 19ου αιώνα ήταν απ’ τους πρώτους που έκαναν οδοιπορικό στην Ελλάδα και την φωτογράφησαν. Πολλά απ’ τα άλμπουμ με την δουλεία του πάντα κέντριζαν το ενδιαφέρον του πατέρα μου, καθώς ήταν και ο ίδιος φωτογράφος και πάντα κοιτούσε με ενδιαφέρον τις δουλείες και τις εκδόσεις που γίνονταν σχετικά με τον Boissonnas.
Αφού βρήκαμε το άλμπουμ καθίσαμε και του ρίξαμε μια ματιά, εγώ σε μια στιγμή σηκώθηκα και πήγα λίγο πιο πέρα και κοίταξα σ’ ένα ράφι όπου υπήρχαν άλλα βιβλία, χωρίς να το γνωρίζω αυτό το τμήμα ήταν γεμάτο ιστορικά βιβλία, το πρώτο που είδα μπροστά μου ήταν αυτό που βλέπετε στην Φωτογραφία. Μου έκαναν εντύπωση οι Ελέφαντες που υπήρχαν στο εξώφυλλο, μ’ έπιασε μια περιέργεια να μάθω γιατί έχει ελέφαντες στο εξώφυλλο και για τι μίλαγε το βιβλίο. Το πήρα στα χέρια μου και άρχισα να διαβάζω λίγο απ’ το οπισθόφυλλο, άρχισα να βρίσκω αρκετά ενδιαφέρον αυτό που έλεγε, όταν μάλιστα έφτασα και σε ένα σημείο που αναφερόταν για τους Ελέφαντες που χρησιμοποίησε ο Αννίβας για να διασχίσει τις Ιταλικές Άλπεις άρχισα να έχω περισσότερο περιέργεια γι’ αυτό το θέμα.  Ο πατέρας μου με πλησίασε και κοίταξε το βιβλίο που διάβαζα και έκατσε δίπλα μου, σ’ ένα κάθισμα που υπήρχε εκεί, και άρχισε να μου αφηγείται ποιος ήταν ο Αννίβας και πως διέσχισε τις Ιταλικές Άλπεις. Ωστόσο δεν ολοκλήρωσε την αφήγηση του, με άφησε ξεκρέμαστο, λέγοντας μου ότι τα υπόλοιπα πρόκειται να τα ανακαλύψω μόνος μου όταν θα διαβάσω όλο το βιβλίο.

e6da230827eb808ceac22b1a89b67275
Γκραβούρα του 19ου αιώνα που αναπαριστά τον Αννίβα μαζί με τους πολεμικούς Ελέφαντες του, να διασχίζουν τον ποταμό Ροδανό αφού πλέον έχουν περάσει τις Άλπεις και βρισκόταν στο βόρειο τμήμα της Ιταλικής χερσονήσου.

Έτσι το βιβλίο αγοράστηκε, και το ίδιο βράδυ άρχισα να το διαβάζω, και σιγά σιγά  να βλέπω να ξετυλίγεται ένας κόσμος απ’ το παρελθόν. Όσο προχωρούσα όμως είχα όλο και περισσότερες απορίες, άρχισα να ψάχνω σιγά – σιγά τα ονόματα που έβρισκα μέσα στο βιβλίο, τις τοποθεσίες και να μελετάω παράλληλα για τους Καρχηδονιακούς πολέμους. Σιγά – σιγά συγκέντρωσα ένα κομμάτι από σημειώσεις και σχεδιαγράμματα, είχα αρχίσει να κατανοώ όλο το ιστορικό πλαίσιο γύρω απ’ την εποχή την οποία πραγματευόταν ο Prevas στο βιβλίο του. Είχα με τον καιρό αρχίσει και εγώ να ταξιδεύω πάνω σ’ έναν απ’ εκείνους τους πολεμικούς Ελέφαντες που είχαν ξεκινήσει απ’ την βόρεια Αφρική και είχαν καταλήξει στις χιονισμένες Άλπεις.

Πέρασαν αρκετά χρόνια απ’ την εποχή που πρωτοδιάβασα εκείνο το βιβλίο. Όταν κάποια στιγμή άρχισα να κοιτάζω πιο ενεργά τι ήταν εκείνο που με τραβούσε περισσότερο να ασχοληθώ, και απ’ ένα σημείο και μετά ήξερα ότι ήταν η Ιστορία.
Έκανα έναν συνειρμό στο μυαλό μου, για να δω πότε ξεκίνησε εκείνο το ενδιαφέρον μου, για την ιστορία πότε ξεκίνησε η «τρέλα» (αν μπορεί να το χαρακτηρίσει κανείς έτσι). Ήταν μεν στα 10 μου που ο πατέρας μου άνοιξε εκείνο το εικονογραφημένο βιβλίο ιστορίας, και μου έδειξε πως λειτουργούσαν οι άνθρωποι πριν από αιώνες πίσω στο χρόνο, μιλώντας μου για μακρινές στον χρόνο εποχές, κάνοντας μου ιστορικές αναδρομές. Ωστόσο καταλύτης ήταν ετούτο το βιβλίο, που για μια στιγμή μ’ έκανε να θέλω να μάθω περισσότερα για εκείνους τους ανθρώπους που καβαλούσαν ελέφαντες και περπατούσαν πάνω σε βουνά, ήθελα να μάθω όπως λέει ο William Wordsworth στο ποίημα του The Solitary ReaperΟ Μοναχικός Θεριστής»)

Δεν θα μου πει κι εμένα κανείς για ποιο πράγμα τραγουδάει. Μην και τραγουδάει για τα ατελείωτα πλήθη που τραβούν θρηνολογώντας για παλιά, θλιβερά πράγματα και για μάχες αλλοτινές;

Εκεί κάπου συνειδητοποίησα το ότι η ιστορία είναι ένας σύνδεσμός μας μ’ αυτά που έχουν παρέλθει, με εκείνα που δεν μπορεί να θυμηθεί ο ανθρώπινος νους. Και όσο τα εξερευνείς και βρίσκεις συνέχεια κάτι καινούργιο, όχι μονάχα για τον άνθρωπο, αλλά για κόσμους ολόκληρους. Επί της ουσίας η ιστορία είναι μέσα στον χρόνο είναι κάθε φορά η δημιουργία ενός νέου κόσμου, αλλά και για τον παρατηρητή – ιστορικό που την καταγράφει και την εξερευνεί είναι και γι’ αυτόν ένας νέος κόσμος κάθε φορά. Ένα απ’ τα πράγματα που καλείτε ένας ιστορικός να κάνει, κάθε φορά που εξετάζει έναν τέτοιο κόσμο είναι να δώσει φωνή σ’ αυτόν τον περασμένο κόσμο, να προσπαθεί να δώσει μια φωνή η οποία θα ακουστεί στους επόμενους ανθρώπους που θα ζήσουν σε παρόν και μέλλον. Το ερώτημα είναι εάν ο ιστορικός είναι σκέτος αφηγητής ή πρέπει να εκφέρει και γνώμη γι’ αυτό το οποίο αφηγείται; Ερώτημα που έχει απασχολήσει αιώνες τώρα την ανθρώπινη σκέψη, καθώς το ερώτημα του εάν υπάρχει ή όχι αντικειμενικότητα είναι ένα ερώτημα που αποτελεί το «ιερό δισκοπότηρο» κάθε άνθρωπο που καλείται αν αφηγηθεί το παρελθόν.

Για να σας δώσω μια εικόνα του τι σημαίνει η αφήγηση του παρελθόντος, στο παρακάτω απόσπασμα παρατηρούμε μια εικόνα απ’ το ταξίδι που έκανε ο Αννίβας μέσα απ’ τις Ιταλικές Άλπεις, καθώς προσπαθούσε να βρει την διέξοδο απ’ τα οροπέδια και τις χαράδρες στο βόρειο τμήμα της Ιταλίας.

«Όταν ο Αννίβας κατέβηκε από τα βουνά του Ντοφινέ, μία αντιπροσωπεία από γέροντες των φυλών της περιοχής ήρθε να τον υποδεχθεί. Είχαν μαζί τους κλαδιά και στεφάνια, σαν σύμβολα ειρήνης, και ήρθαν στον Αννίβα, όπως είπαν, ως απεσταλμένοι των πολλών φυλών που ζούσαν στα οχυρωμένα χωριά κοντά στη διάβαση την οποία κατευθυνόταν. Όταν οι γέροντες παρουσιάστηκαν στον Αννίβα, του εξιστόρησαν πως είχαν ακούσει τα νέα για τη νίκη ενάντια στους Αλλοβρογες και την αιχμαλωσία της κύριας πόλης τους. Διαβεβαίωσαν τον Αννίβα ότι οι φυλές τους προτιμούσαν να έρθουν σε συνεννόηση μαζί του παρά να διακινδυνέψουν να έχουν την ίδια τύχη με εκείνους στη γειτονική κοιλάδα που είχαν επιτεθεί στη φάλαγγα του. Δεν ήταν τόσο ανόητοι, ισχυρίστηκαν οι γέροντες, ώστε να μην μαθαίνουν από τα παθήματα των άλλων. Διαβεβαίωσαν επανειλημμένα τον Αννίβα ότι δεν είχε τίποτα να φοβάται από αυτούς και έκαναν πολυάριθμες προσφορές ειρήνης και φιλίας. Ο Αννίβας αποδέχθηκε τα λόγια τους και, σε ανταπόδοση, ζήτησε να του δοθούν όμηροι, με τους οποίους θα εξασφάλιζε την καλή διαγωγή τους, προμήθειες για να θρέψει το στρατό του και οδηγοί να καθοδηγήσουν τη φάλαγγά του πάνω από τα υπόλοιπα βουνά.
Οι γέροντες συμφώνησαν πρόθυμα με τις απαιτήσεις του και τις επόμενες ώρες διάλεξαν από τα χωριά τους άντρες και γυναίκες, πιθανότατα και παιδιά, και τους παρέδωσαν στον Αννίβα ως ομήρους. Έπειτα έφεραν τους άντρες που είχα επιλέξει για να οδηγήσουν τον Αννίβα πάνω από την τελευταία και ψηλότερη οροσειρά προς την Ιταλία»

 

Απ’ αυτό το απόσπασμα αντλούμε μια εικόνα του πως οι μακριά στρατιά του Αννίβα προχωρούσε μέσα απ’ την οροσειρά των Άλπεων αναζητώντας μέσα απ’ τους ανθρώπους που κατοικούσαν στις περιοχές αυτές τον τρόπο και το μέσον για να βρεθούν στην περιοχή που ζούσε ο πιο άσπονδος εχθρός της Καρχηδόνας, με στόχο πλέον να μεταφέρον τον πόλεμο απ’ τις ακτές της Βορείου Αφρικής στην ίδια την Ιταλία. Κάτι το οποίο το κατάφερε να το κάνει ο Αννίβας, και για περίπου 15 χρόνια έφερε τη Ρώμη σε αρκετά δύσκολη θέση, νικώντας την σε τρεις μάχες (Ποταμός Τρεβίας, Λίμνη Τριασαμενή, Κάννες), ωστόσο η Ρώμη η οποία ανερχόταν εκείνη την εποχή ως υπερδύναμη έμαθε απ’ τις 3 αυτές μάχες ότι δεν πρόκειται να νικήσει την πολεμική μηχανή του Αννίβα κατά μέτωπο. Έτσι ξεκίνησε για δεύτερη φορά (η πρώτη ιστορικά ήταν απ’ τους Σπαρτιάτες έναντι των Αθηναίων κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου) στην ιστορία έναν μακροχρόνιο πόλεμο φθοράς μη αντιμετωπίζοντας τον στο πεδίο της μάχης που είχε επιλέξει. Μετέφεραν τον πόλεμο πέρα απ’ την Ιταλία, πρώτα στην Ισπανία και ύστερα στην Βόρεια Αφρική, εξαναγκάζοντας έτσι την Καρχηδόνα να καλέσει τον Αννίβα πίσω στην Καρχηδόνα.

Η διάβαση των Άλπεων έφερε την οργή στους Ρωμαίους σε τέτοιο σημείο που όταν πια αυτοκτόνησε το 183 π.Χ, η σύγκλητος ζήτησε τον αφανισμό της Καρχηδόνας ως αντίποινα εκείνων που είχε καταφέρει να κάνει στα 15 χρόνια παραμονής του στην Ιταλική χερσόνησο ο Αννίβας. Ωστόσο ταυτόχρονα με την οργή, έφερε και έναν θαυμασμό γι’ αυτό το κατόρθωμα, πως εκείνος ο άνθρωπος κατάφερε μαζί με τους πολεμικούς του Ελέφαντες και τον πολυάριθμο στρατό του να περάσει τις απόκρημνες Άλπεις. Το κατόρθωμα αυτό λοιπόν, δεν έχει πάψει να γοητεύει τους ανθρώπους μέχρι της μέρες μας, μάλιστα την εποχή μετά τον 3ο καρχηδονιακό πόλεμο (ο οποίος ήταν και ο τελευταίος Ρώμης – Καρχηδόνας, και σ’ αυτόν επήλθε η τελική ήττα και ο αφανισμός της Καρχηδόνας) πολύ άνθρωποι προσπαθούσαν να αναζητήσουν τα ίχνη της διαδρομής τους Αννίβα.

Κλείνοντας, ο Prevas στην εισαγωγή του βιβλίου του λέει, «Το πέρασμα του Αννίβα είναι μια ιστορία περιπέτειας και μυστηρίου, θριάμβου και τραγωδίας. Είναι ένα παραμύθι που αξίζει να λέγεται ξανά σε κάθε νέα γενιά και είναι ένα μονοπάτι προς τα ψηλότερα περάσματα των Άλπεων που αξίζει να ακολουθήσει κανείς». Η αφήγηση της μιας σειράς γεγονότων απ’ το παρελθόν, δεν γίνεται για να μείνουμε σ αυτό το γεγονός, αλλά για να κρατήσουμε απ’ αυτό εκείνα τα στοιχεία τα οποία χρειάζονται για να μας φέρουν σ’ ένα καλύτερο σήμερα και ένα ακόμη καλύτερο Αύριο. Το να διασχίσουμε τις “Άλπεις” που μας παρουσιάζονται κάθε τόσο μέσα στην ιστορία, και να βρεθούμε στην άλλη άκρη παρά τις δυσκολίες του βουνού, είναι εκείνο το ταξίδι που θα μας φέρει πιο κοντά στο να καλυτερεύσουμε τον κόσμο μας, μέσα απ’ τις όποιες δυσκολίες. Ίσως ακούγεται ουτοπικό αυτό που λέω, ωστόσο θα πω ότι δίχως τις ουτοπιές δεν θα είμαστε ποτέ σε θέση να οργανώσουμε τις πραγματικότητες μας.

Το βιβλίο αυτό μ’ έκανε να δω την ιστορία όχι μόνο σαν επιστήμη, αλλά σαν κάτι που μαθαίνεις μέσα απ’ τον χρόνο, σαν κάτι που σε ταξιδεύει… σ’ ένα ταξίδι προς διάφορα μέρη και τόπους, μέσα σε μια αιώνια Βαβέλ ανθρώπων… που μια οροσειρά σαν τις Άλπεις, στέκεται πάντα μπροστά τους …

 

Συντάκτης:

Μοργιαννίδης Θεόδωρος